Η Αστρολογία στη Μεσοποταμία (2000 π.Χ - 0)

Η Μεσοποταμία, το σημερινό Ιράκ, θεωρείτο για πολύ καιρό η γενέτειρα του πολιτισμού. Αν και πλέον γνωρίζουμε ότι ο πολιτισμός της Μεσοποταμίας έπεται διαφόρων προγενέστερων πολιτισμών, διατηρεί τη μεγάλη σημασία του. Οι περισσότεροι έχουμε μια γενική εικόνα του πολιτισμού της Μεσοποταμίας, ιδίως σε σχέση με την αρχαία Βαβυλώνα, αλλά είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι στην περιοχή συντελέστηκαν αρκετές αλλαγές μέσα σε τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορίας. Η διάρκεια του πολιτισμού της Μεσοποταμίας μας δίνει επίσης μια ιδέα σχετικά με τον καιρό που χρειάστηκε για να αναπτυχθεί η αστρολογία. Πάνε σχεδόν 2000 χρόνια απ' όταν οι αστρολόγοι εφηύραν τα γενέθλια ωροσκόπια και τα συστήματα οίκων, και ωστόσο η αστρολογία ήταν περίπου 2000 ετών όταν αυτές οι τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά.

Ο πολιτισμός της Μεσοποταμίας αναδύθηκε γύρω στο 4000 π.Χ. με την ίδρυση των πρώτων πόλεων-κρατών των Σουμερίων. Αυτά ενώθηκαν γύρω στο 1830 π.Χ. με την Α' Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία, της οποίας ο πιο γνωστός μονάρχης ήταν ο μεγάλος νομοθέτης Χαμουραμπί. Το 1000 περίπου π.Χ. ξεκίνησε η κυριαρχία των Ασσυρίων, που έφτασε στο απόγειό της γύρω στο 700 π.Χ. και στην καταστροφή της το 612 π.Χ. από τη Β' Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία. Ο πιο γνωστός βασιλιάς της τελευταίας ήταν ο Ναβουχοδονόσωρ. Οι Βαβυλώνιοι εν συνεχεία κατακτήθηκαν από τους Πέρσες, οι οποίοι κυριάρχησαν σε μεγάλο κομμάτι της Μέσης Ανατολής και της κεντρικής Ασίας από το 538 μέχρι το 331 π.Χ. Καθένας απ' αυτούς τους πολιτισμούς έφερε μια βελτίωση στην ποιότητα της εξασκούμενης αστρολογίας, ενώ η τελευταία εισβολή, από τον Μέγα Αλέξανδρο το 331 π.Χ., σηματοδοτεί τη συνάντηση του πολιτισμού της Μεσοποταμίας με τον αρχαιοελληνικό, οδηγώντας στη γέννηση της σύγχρονης αστρολογίας.

Ο πιο γνωστός αστρολόγος αυτής της εποχής ήταν ο προφήτης Δανιήλ, ο οποίος υπηρέτησε αρχικά τον Βαβυλώνιο Αυτοκράτορα Ναβουχοδονόσωρ, και μετά τον Πέρση κατακτητή Κύρο (570-530 π.Χ.). Όταν οι ιστορικοί κάνουν λόγο για τον πολιτισμό της Μεσοποταμίας, συχνά στην πραγματικότητα αναφέρονται στην εποχή των Ασσυρίων, η οποία άρχισε γύρω στο 1000 π.Χ., και δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει διάκριση μεταξύ των κοσμολογιών των διαφόρων εποχών. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι η πρώιμη κοσμολογία της Μεσοποταμίας ήταν ουσιαστικά αυτή που περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης, κεφάλαιο 1, στίχοι 6-10. Σύμφωνα με αυτό, ολόκληρο το σύμπαν εμπεριέχεται μεταξύ δύο στρωμάτων νερού, κάτω και πάνω από τη Γη. Το νερό πάνω από τη Γη υποστηρίζεται από ένα μεγάλο θόλο, εντός του οποίου κινούνται οι πλανήτες και τα αστέρια στα καθημερινά και ετήσια ταξίδια τους. Κάποιοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ήδη πριν την εποχή των Περσών (περί το 500 π.Χ.) οι Μεσοποτάμιοι είχαν συλλάβει την ιδέα μιας σφαιρικής Γης. Αυτό το πόρισμα βασίζεται στο γεγονός ότι ο Πυθαγόρας, ο Έλληνας φιλόσοφος, που πίστευε ότι η Γη ήταν μια σφαίρα, είχε σπουδάσει στη Βαβυλώνα. 

Η λατρεία πλανητικών θεοτήτων πήρε μορφή κυρίως μετά το 2000 π.Χ. με τη λατρεία των Sin (Σελήνη), Shamash (Ήλιος), Ishtar (Αφροδίτη), Nergal (Άρης), Marduk (Δίας) και Ninurta (Κρόνος). Αυτά τα ονόματα αλλάζουν σε διαφορετικές εποχές, όπως, για παράδειγμα, ο Ninurta που αναφέρεται ενίοτε ως Ninib. Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι προ του 2000 π.Χ., στο σημιτικό ακκαδικό πολιτισμό, η Σελήνη και η Αφροδίτη θεωρούνται αρσενικά, και ο Ήλιος θηλυκό.

Ελάχιστα είναι γνωστά για τον πολιτισμό των πρώτων Σουμερίων, αλλά πιθανότατα, είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για τη μαντεία όλων των ειδών, ενώ τα μαθηματικά τους ήταν επιπέδου αντίστοιχου με αυτό της Ευρώπης του 17ου αιώνα. Δεν χρειαζόταν παρά ένας συνδυασμός του ενδιαφέροντος για την αστρονομία με τη μαντεία και τα μαθηματικά για τη δημιουργία της πρώιμης αστρολογίας. Ίσως αυτή η διαδικασία ξεκίνησε κάπου γύρω στο 2000 π.Χ., εφόσον το προγενέστερο γνωστό αστρολογικό κείμενο που διαθέτουμε χρονολογείται πριν το 1600 π.Χ. Το εν λόγω κείμενο είναι o λεγόμενος δίσκος της Αφροδίτης Ammisaduqa, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ammisaduqa μεταξύ 1646 και 1626 π.Χ. 

Ο συγκεκριμένος δίσκος της Αφροδίτης αποτελεί μέρος μιας σειράς δίσκων με οιωνούς, γνωστής ως Enuma Anu Enlil ('Όταν οι θεοί Anu και Enlil...'). Πρόκειται για μια συλλογή οιωνών που συντάχθηκε κατά προσέγγιση μεταξύ 1600 και 1000 π.Χ., και είναι ενδεικτική της ανάπτυξης της αστρολογίας της περιόδου. Η αστρολογία που περιέχεται στους δίσκους βασίζεται στην ανατολή και δύση των πλανητών, και είναι αποκλειστικά κοσμική, δηλαδή αναφέρεται σε προβλέψεις για ολόκληρη την χώρα και τον βασιλιά, ο οποίος θεωρείται προσωποποίηση της χώρας. Φαίνεται ότι η αστρολογία είχε ήδη εξαπλωθεί πέραν των ορίων της κοιλάδας της Μεσοποταμίας, καθώς ίχνη του Enuma Anu Enlil έχουν εντοπιστεί στην ανατολική Τουρκία, τα οποία χρονολογούνται πριν το 1360 π.Χ. Η βιβλιοθήκη του Ashurbanipal επίσης περιείχε τον πρώτο γνωστό κατάλογο αστέρων, τον Mul Apin (686 π.Χ.) -ένα αρχείο των προσπαθειών των Ασσυρίων να χαρτογραφήσουν τον ουρανό. Επίσης, από το 747 π.Χ. (εποχή Nabonassar), λέγεται πως άρχισε η τήρηση λεπτομερών αστρονομικών αρχείων. Αν και η ακρίβεια αυτής της πεποίθησης αμφισβητείται, είναι πολύ πιθανό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου να πραγματοποιήθηκε όντως μια μεγάλη κωδικοποίηση της αστρονομίας και της αστρολογίας.

Μετά το 600 π.Χ. οι Έλληνες άρχισαν να μελετούν αστρονομία, και σταδιακά ξεκίνησε η διαδικασία της πολιτισμικής ανάμειξης του ελληνιστικού κόσμου με αυτόν της Μεσοποταμίας, που θα έφτανε στην ακμή της περίπου 300 χρόνια αργότερα με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κάποτε μεταξύ 569 και 510 π.Χ. ο Πυθαγόρας σπούδασε στη Βαβυλώνα και πιθανότατα το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι Έλληνες λόγιοι. Μετά την περσική εισβολή στη Βαβυλώνα το 538 π.Χ. μεγάλα επιτεύγματα πραγματοποιήθηκαν στην αστρολογία με την πρώτη χρήση των αστρολογικών ζωδίων αντί των αστερισμών, γύρω στο 432 π.Χ., και με το πρώτο ατομικό ωροσκόπιο το 409 π.Χ. Κατόπιν με την εισβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου (331 π.Χ.) η διάκριση μεταξύ αρχαιοελληνικού και μεσοποτάμιου πολιτισμού γίνεται θολή. Ως αποτέλεσμα, δεν είναι πάντα εύκολο να πούμε ποια επιτεύγματα αποδίδονται στους Έλληνες και ποια στους Μεσοποτάμιους. Ίσως το πιο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν η ευρεία εξάπλωση του βαβυλωνιακού 'εξαδικού' συστήματος, που εφαρμοζόμενο στην καταγραφή του χρόνου, οδήγησε στη γέννηση της 12ωρης μέρας. Παρά το ότι αυτό αντικαταστήθηκε αργότερα από την αιγυπτιακή 24ωρη μέρα, ο χρόνος του 21ου αιώνα ακόμη βασίζεται στη διαίρεση της ώρας σε 60 λεπτά και του λεπτού σε 60 δευτερόλεπτα.

Ελάχιστα γνωρίζουμε για την ταχεία ανάπτυξη που έλαβε χώρα στην αστρολογία αυτό το διάστημα, αλλά υπάρχουν κάποια γνωστά σημαντικά ορόσημα: Υπήρξε μια ραγδαία αύξηση στην χρήση γενέθλιας αστρολογίας και μια αργή ανάπτυξη της έννοιας του ανατέλλοντος ζωδίου και κατά συνέπεια, των οίκων. Η πρώτη γνωστή πλανητική εφημερίδα χρονολογείται από το 308 π.Χ. περίπου, ενώ η πρώτη γνωστή χρήση ζωδιακών μοιρών από το 263 π.Χ. Το τελευταίο γραμμένο σε αρχαία σφηνοειδή γραφή ωροσκόπιο χρονολογείται από το 68 π.Χ., και το πρώτο γνωστό ελληνικό ωροσκόπιο από το 61 π.Χ., αν και κάποια στοιχεία δείχνουν ότι οι Έλληνες έφτιαχναν ωροσκόπια και προγενέστερα. Αυτός ο χάρτης δεν ήταν γενέθλιος, αλλά χάρτης για ένα γεγονός, που φτιάχτηκε υπό τις διαταγές του Αντιόχου Α' της Κομμαγήνης. Ο πρώτος καταγεγραμμένος γενέθλιος χάρτης με ωροσκόπο χρονολογείται από το 4 π.Χ.

Απ' όσα γνωρίζουμε, η αστρολογία αρχικά ήταν απόκτημα των ιερέων που είχαν την αρμοδιότητα της μαντείας, και σκοπό της είχε την παροχή μιας πρόσθετης συμβουλευτικής πηγής για το βασιλιά. Με την εξάπλωση του ελληνιστικού πολιτισμού κατά τους τελευταίους αιώνες π.Χ., η αστρολογία είχε εκλαϊκευτεί και εκδημοκρατιστεί. Αυτοί που την εξασκούσαν δεν ήταν πια απαραίτητα ιερείς, αλλά λόγιοι και φιλόσοφοι που έφτιαχναν χάρτες όχι για βασιλιάδες, αλλά για οποιονδήποτε είχε το ενδιαφέρον και πιθανότατα τα χρήματα γι' αυτούς.  



Διαβάστε ακόμα:
Αστρολογία και Αστρονομία στην Ευρώπη του Μεσαίωνα


















  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου